- κώδωνας
- κώδωνbellmasc/fem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κώδων — και κώδωνας, ο (AM κώδων, ωνος, Μ και κούδων) μεταλλικό κοίλο όργανο, με ανομοιογενές πάχος, σε σχήμα κόλουρου κώνου, που αναδίδει παλμώδη ήχο όταν χτυπά στα τοιχώματά του γλωσσίδι ή ρόπτρο, το κουδούνι (α. «κι ευήχων κωδώνων ρυθμός πληροί τον… … Dictionary of Greek
NOLA — I. NOLA tintinnabuli parvi genus, quod Polydor. Virg. de Inventor. rerum l. 3. c. 18. dici vult, a Nola Campaniae urbe, cuius Episcopus Paulinus illius fuerit inventor. De quo etiam Franc. Sweerrius Notis in Hier. Magium de Tintinnab. sic ait:… … Hofmann J. Lexicon universale
καμπάνα — Κρουστό ηχητικό όργανο, που αποτελείται από ένα κοίλο σώμα με χαρακτηριστική μορφή, συνήθως από μπρούντζο (περίπου 80% χαλκό και 20% κασσίτερο, ενώ ίχνη από άλλα μέταλλα δίνουν στον ήχο της ειδικούς τόνους). Η κ. αρχίζει να δονείται παλμικά, όταν … Dictionary of Greek
νηκτικός — ή, ό (Α νηκτικός, ή, όν) [νήκτης] 1. αυτός που μπορεί να κολυμπά ή ο ικανός και επιδέξιος στην κολύμβηση 2. αυτός που είναι χρήσιμος στην κολύμβηση, αυτός που υποβοηθεί ή συντελεί στην κολύμβηση νεοελλ. 1. φρ. α) «νηκτική κύστη» ζωολ. γεμάτη… … Dictionary of Greek
σιδηροκιβώτιο — το, Ν 1. σιδερένιο κιβώτιο 2. καταδυτικός κώδωνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο * + κιβώτιο (πρβλ. ξυλο κιβώτιο)] … Dictionary of Greek